ὀρυκτός — dug masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορυκτός — ή, ό (Α ὀρυκτός, ή, όν) [ορύσσω] 1. αυτός που βρίσκεται μέσα στη γη και εξορύσσεται με εκσκαφή («ἀποσύραντι τὴν ἐπιπολῆς γῆν εὐθὺς ὀρυκτὸν εὑρίσκεσθαι χρυσόν», Πολύβ.) 2. ο αυτοφυής, δηλ. αυτός που βρίσκεται εκ φύσεως στη γη και δεν… … Dictionary of Greek
ὀρυκτόν — ὀρυκτός dug masc acc sg ὀρυκτός dug neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ориктогнозия — (όρύκτος = ископаемый) или ориктология старое, теперь малоупотребительное название минералогии … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
αδαμίνης — Ορυκτός ένυδρος αρσενικός ψευδάργυρος με χημικό τύπο ZnrAsO4(OH). Συνίσταται από βασικό αρσενικό ψευδάργυρο με σκληρότητα 3,5 και ειδικό βάρος 4,35. Κρυσταλλώνεται σύμφωνα με το ρομβικό σύστημα. Το χρώμα του είναι κίτρινο, πράσινο ή ρόδινο. Στην… … Dictionary of Greek
ὀρυκτοῖς — ὀρυκτός dug masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρυκτοί — ὀρυκτός dug masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρυκτοῦ — ὀρυκτός dug masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρυκτούς — ὀρυκτός dug masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρυκτῷ — ὀρυκτός dug masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)